ρεζίλι

ρεζίλι
ρεζίλι, το και ρεζιλίκι, το
-ιού(λ. αραβ.), γελοιοποίηση: Την έκανε ρεζίλι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ρεζίλι — το, Ν 1. γελοιοποίηση, εξευτελισμός 2. φρ. α) «τόν έκανα ρεζίλι» τον γελοιοποίησα β) «γίναμε ρεζίλι» γελοιοποιηθήκαμε. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. rezil] …   Dictionary of Greek

  • ρεζίλης — ο, Ν, θηλ. ρεζίλισσα και ρεζίλω, Ν [ρεζίλι] αυτός που γελοιοποιήθηκε, που έγινε καταγέλαστος, ο εξευτελισμένος, ο καταντροπιασμένος …   Dictionary of Greek

  • ρεζιλεύω — Ν [ρεζίλι] 1. γελοιοποιώ, εξευτελίζω κάποιον, τόν καταντροπιάζω 2. διαπομπεύω …   Dictionary of Greek

  • γάνα — η 1. η πρασινωπή σκουριά στα αγάνωτα χάλκινα σκεύη. 2. το άσπρο επίχρισμα της γλώσσας από αρρώστια ή δίψα. 3. η μουντζούρα: Γέμισε γάνες καθώς έβγαζε το τσουκάλι από τη φωτιά. 4. το ντρόπιασμα, το ρεζίλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαδάρα — μαδάρα, η και μαντάρα, η 1. τόπος χωρίς δέντρα κατάλληλος για βοσκή. 2. φρ., «Τα κανε μαντάρα», προκάλεσε μεγάλη καταστροφή, τα έκανε άνω κάτω· «Μαντάρα μας έκανες», μας έκανες ρεζίλι, μας εξευτέλισες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιαρπάζω — περιάρπαξα, περιαρπάχτηκα, περιαρπαγμένος 1. πιάνω κάτι από παντού, πιάνω κάτι δυνατά. 2. αρπάζω, πιάνω σφιχτά. 3. μαλώνω, βρίζω κάποιον: Τον περιάρπαξε και τον έκανε ρεζίλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”